ὀρῶδες

ὀρῶδες
ὀρώδης
mountainous
masc/fem voc sg
ὀρώδης
mountainous
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιαλογόνος — και σιελογόνος ο, Ν 1. αυτός που παράγει, που εκκρίνει σάλιο 2. φρ. α) «σιαλογόνοι αδένες» ανατ. όργανα που εκκρίνουν το σάλιο, μια ουσία η οποία υγραίνει και μαλακώνει την τροφή και περιέχει το πεπτικό ένζυμο αμυλάση, μέσα στη στοματική… …   Dictionary of Greek

  • αρθρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, ολόκληρης της άρθρωσης ή τμημάτων της, που μερικές φορές συνοδεύεται από ενδοαρθρικό εξίδρωμα ορώδες ή ακόμα και πυώδες· ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την προκαλέσουν βακτηρίδια, ιοί, αλλεργίες, διαταραχές του… …   Dictionary of Greek

  • λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… …   Dictionary of Greek

  • οροβλεννογόνος — ο φρ. «οροβλεννογόνοι αδένες» βιολ. εξωκρινείς αδένες τών οποίων το έκκριμα είναι ορώδες και βλεννώδες …   Dictionary of Greek

  • οροϊνώδης — ες ιατρ. αυτός που αποτελείται από ορώδες υγρό το οποίο εμπεριέχει και ινώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. άγγλ. serofibrinous < λατ. serum «ορός» (βλ. λ. ορός) + fibrinous «ινώδης»] …   Dictionary of Greek

  • ορώδης — Όνομα βασιλιάδων των Πάρθων. 1. Ο. Α’ (1ος αι. π.Χ.). Ανήκε στη δυναστεία των Αρσακιδών. Ανέβηκε στον θρόνο το 54 π.Χ., αφού σκότωσε τον μεγαλύτερο αδελφό του Μιθριδάτη Γ’. Στα χρόνια του έγινε η μεγάλη καταστροφή του Κράσσου. Ο Ο. έδρασε ακόμα… …   Dictionary of Greek

  • περικάρδιο — (Ανατ.). Ορογόνος θύλακας που περιβάλλει την καρδιά και το αρχικό τμήμα των μεγάλων αγγείων. Το π., μαζί με το περισπλάγχνιο πέταλο, που ονομάζεται επικάρδιο, κολλάει στον καρδιακό μυ, ενώ το έξω πέταλο είναι ενισχυμένο από ανθεκτικό ινώδη ιστό.… …   Dictionary of Greek

  • περιτοναϊκός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιτόναιο 2. φρ. α) «περιτοναϊκή διάλυση» η περιτοναιοκάθαρση β) «περιτοναϊκή κοιλότητα» ο σχισμοειδής χώρος ανάμεσα στο περίτονο και στο περισπλάγχνιο πέταλο τού περιτοναίου γ) «περιτοναϊκό υγρό» ορώδες …   Dictionary of Greek

  • υδροκύστη — η, Ν ιατρ. κύστη που περιέχει ορώδες υγρό, υδροκύστωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κύστη] …   Dictionary of Greek

  • υδροσάρκωμα — και υδρόσαρκο, το, Ν ιατρ. όγκος που περιέχει σαρκώδη μάζα και ορώδες υγρό ή αιμάτωμα με ελεύθερους θρόμβους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”